πλασάρω

πλασάρω
μετ.
1) сбывать (товары) с помощью посредника (агента, коммивояжёра и т. п.); 2) перен. передавать (газ, электроэнергию)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλασάρω" в других словарях:

  • πλασάρω — πλασάρω, πλάσαρα και πλασάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλασάρω — πλάσαρα (λ. γαλλ.), τοποθετώ, διαθέτω εμπόρευμα στην αγορά: Πλασάρω βιβλία, φάρμακα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλασάρω — Ν 1. ασχολούμαι ως πλασιέ με την εξεύρεση πελατών εμπορικού ή βιομηχανικού προϊόντος στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστή) α) πετυχαίνω τέρμα χτυπώντας την μπάλα από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία β) μέσ. πλασάρομαι καταλαμβάνω ευνοϊκή θέση… …   Dictionary of Greek

  • πλασάρισμα — το, Ν [πλασάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλασάρω, η διάθεση εμπορικών ή βιομηχανικών προϊόντων στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστές) α) το πλασέ β) κατάληψη ευνοϊκής θέσης στο γήπεδο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»